Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Βίργκο


   

«Τρεις φορές κοιμήθηκα μεσημέρι στη ζωή μου, τρεις μοναδικές φορές..
Όταν ήμουν μικρή, η γιαγιά μου, η Βιργινία, μ'έβαζε με το ζόρι να κοιμηθώ γιατί, έλεγε, ο ύπνος τρέφει τα παιδιά. Τη θυμάμαι στην κουνιστή της πολυθρόνα με τα αιώνια γυαλιά με το συρμάτινο σκελετό και το βιβλίο στο χέρι να μου ρίχνει αυστηρές ματιές και να με παροτρύνει: κοιμήσου, κάνει καλό ο μεσημεριανός ύπνος, ενώ εγώ έσφιγγα τα μάτια μου με δύναμη κι αναρωτιόμουν πως και καταλαβαίνει ότι δεν κοιμάμαι.
Οι τρεις κυριότεροι λόγοι που θαύμαζα τη γιαγιά Βιργινία συνοψίζονται παραπάνω. Τα ρετρό στρόγγυλα γυαλάκια της με τον συρμάτινο σκελετό που με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στερέωνε στ' αυτιά της και που αρνιόταν πεισματικά να τ'αντικαταστήσει παρά τις ορατές φθορές τους, ήταν ο πρώτος. Ο δεύτερος, ήταν ο μυστικός και μαγικός κόσμος των βιβλίων που συνήθιζε να διαβάζει και κατάφερε να μου μεταλαμπαδεύσει. Μέσα από τις διηγήσεις της, η φαντασία μου οργίαζε και απλωνόταν πέρα και μακριά από τα στενά όρια της μικρής μας πόλης, σε κόσμους φανταστικούς όσο κι αληθινούς, που ήλπιζα, μεγαλώνοντας, να καταφέρω να εξερευνήσω σε όλες τους τις λεπτομέρειες και να ζήσω εμπειρίες ανάλογες αν όχι ακόμη πιο συναρπαστικές.
Ο τρίτος λόγος ήταν η ικανότητά της να αντιλαμβάνεται τις πονηριές και τα ψέμματα που της έλεγα. Το αξιοπερίεργο ήταν ότι κατάφερνε,αυτή μόνο,να με κάνει να παραδέχομαι τις μικρές μου "αταξίες". Με πολύ γλυκό τρόπο μου εξηγούσε ότι αυτό που έκανα δεν ήταν και τόσο καλό και ότι η μικρή μου ηλικία κατ΄ουδένα τρόπο δικαιολογούσε παρόμοια συμπεριφορά.
Η πρώτη φορά λοιπόν που κοιμήθηκα μεσημέρι ήταν η μέρα που έδινα Αρχαία στις ακαδημαϊκές εξετάσεις που άρχιζαν εκείνη τη χρονιά στις 2 μετά το μεσημέρι. Θα ήταν δώδεκα η ώρα και μισοξαπλωμένη με το βιβλίο στο χέρι έκανα τις τελευταίες επαναλήψεις, όταν, ξαφνικά, με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα στις δυόμιση σε κατάσταση αλλοφροσύνης. Έτσι απέτυχα να γίνω φιλόλογος και να πραγματοποιήσω το, έως τότε, όνειρο της ζωής μου. Εννοείται ότι στους γονείς μου είπα ψέμματα. Άλλωστε και να τους έλεγα την αλήθεια δεν θα με πίστευαν. Εγώ που δεν είχα κοιμηθεί ποτέ μεσημέρι, κατάφερα να κοιμηθώ την μοναδική μέρα που δεν έπρεπε επ' ουδενί να το κάνω; Η γιαγιά όμως κατάλαβε το ψέμμα μου και σ'αυτήν αναγκάστηκα να πω την αλήθεια. Παραδόξως με πίστεψε και ο θαυμασμός μου γι' αυτήν μεγάλωσε.
"Και τι σκοπεύσεις να κάνεις τώρα;" Με ρώτησε.
"Θα σπουδάσω δημοσιογραφία" της είπα και την κοίταξα προκλητικά.
"Χμ…" έκανε και γύρισε και με κοίταξε με τα γελαστά της μάτια. "Νομίζω ότι σου πάει περισσότερο από το να γίνεις καθηγήτρια!"
Η δεύτερη φορά που κοιμήθηκα μεσημέρι ήταν πιο τραυματική από την πρώτη.
Ζούσα στην Αθήνα και μοιραζόμουν ένα ωραίο και φωτεινό διαμέρισμα στον περιφερειακό του Στρέφη με την Γιάννα, μία συμφοιτήτριά μου στη δημοσιογραφική σχολή. Τα πηγαίναμε καλά οι δυό μας, μοιραζόμασταν τις διάφορες δουλειές του σπιτιού και τα έξοδα χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και δείχναμε κατανόηση η μία στην άλλη.
Εγώ εκείνη την εποχη διατηρούσα δεσμό μ'έναν φοιτητή του Πολυτεχνείου ενώ η Γιάννα ήταν ελεύθερη αν και δεν θα έλεγε όχι σε μια σχέση. Δεν της έλειπαν βέβαια οι περιπέτειες, τίποτα όμως σοβαρό στον ορίζοντα.
Με τον Χάρη βρισκόμασταν πιο πολύ σπίτι του μια που εκείνος έμενε μόνος. Ερχόταν και στο δικό μας βέβαια αλλά δεν έμενε πολύ, ίσα ίσα μέχρι να ετοιμαστώ για να φύγουμε. Με την Γιάννα αντάλασσαν δυό τρεις τυπικές κουβέντες και πέραν αυτού ουδέν.
"Δεν την συμπαθείς" του είπα μια μέρα, "έχεις λάθος, είναι πολύ καλό κορίτσι".
"Με καταθλίβουν οι ελβιέλες της", μου είπε και με άφησε άφωνη.
Ε, αυτό πια, δεν θα μπορούσα να το φανταστώ. Περί ορέξεως, όμως, ουδείς λόγος είπε ο πίθηκος κι έφαγε το σαπούνι.
Κάνα δυό μήνες μετά τη μικρή αυτή στιχομυθία, κοιμήθηκα μεσημέρι για δεύτερη φορά.
Ο Χάρης, εκείνη τη μέρα λοιπόν είχε έρθει στο σπίτι με τρία μπουκάλια κρασί που του είχαν στείλει από ένα καζάνι, από την Κρήτη.
"Από το καλύτερο καζάνι της Κρήτης", είπε δείχνοντας με περηφάνια τα μπουκάλια, κι εγώ έτρεξα να φέρω ποτήρια. Καλέσαμε και τη Γιάννα και σε λιγότερο από μια ώρα και μετά από πολλαπλούς άσπρους πάτους, τα είχαμε αδειάσει.
Πρέπει να κοιμήθηκα αμέσως και ήταν ένας ύπνος με φοβερά ερωτικά όνειρα σε ηλιόλουστες, παραδεισένιες ακρογιαλιές σε ένα τροπικό νησί. Η ευτυχία και η αγαλλίαση που έννοιωθα ήταν εκ των ουκ άνευ και  ήταν τόσο ζωντανό το όνειρο που άκουγα, ναι άκουγα, τον άνδρα που μ'αγκάλιαζε να αναστενάζει και να βογκά όταν ξαφνικά ένα κύμα ήρθε καταπάνω μας και μας έλουσε. Πετάχτηκα επάνω και έμεινα κυριολεκτικά με κομμένη την ανάσα βλέποντας στο πάτωμα τον Χάρη και τη Γιάννα σε άκρως ερωτική περίπτυξη. Οι αναστεναγμοί που άκουγα, δεν ήταν του ονείρου όπως καταλαβαίνετε αλλά δικοί τους.
Μετακόμισα εννοείται την ίδια κιόλας μέρα σ'ένα μικρότερο διαμέρισμα και έκτοτε δεν συγκατοίκησα ποτέ, ούτε καν με άνδρα.

Η τρίτη φορά που κοιμήθηκα μεσημέρι, ήταν μετά την κηδεία της γιαγιάς Βιργινίας. Γυρίσαμε σπίτι και μου φάνηκε τόσο άδειο και τόσο κρύο από την απουσία της που ζάρωσα πάνω στον καναπέ τρέμοντας από ρίγος παρόλο που δεν έκανε κρύο, το αντίθετο. Η μαμά μου μού έριξε μια κουβέρτα και κουλουριάστηκα ακόμα περισσότερο σκεπάζοντας και το κεφάλι μου και τότε, πάλι, ονειρεύτηκα. Είδα ένα τεράστιο στεφάνι με άσπρα τριαντάφυλα και μια γαλάζια κορδέλα που έγραφε: Στη Βίργκο. Και μετά, το στεφάνι άρχισε να πολλαπλασιάζεται σε ένα, δύο, δέκα, χίλια στεφάνια. Το μικρό νεκροταφείο γέμισε στεφάνια από άσπρα τριαντάφυλλα και οι γαλάζιες κορδέλλες ανέμιζαν στην απογευματινή αύρα και μέσ' από το θρόϊσμα μπορούσες ν' ακούσεις σαν ψίθυρο... Στη Βίργκο, στη Βίργκο… Και τον ψίθυρο αυτό τον έπαιρναν τα πουλιά και τον ανέβαζαν ψηλά, κι ο ψίθυρος γινόταν βουή, γινόταν σύνθημα. Στη Βίργκο… Στη Βίργκο. Και γέμισε ο ουρανός στεφάνια και πουλιά κι ήταν ένα θέαμα που σου έκοβε την ανάσα.
Ξύπνησα μ'ένα περίεργο συναίσθημα. Σαν να μην ήταν όνειρο αυτό που είχα δει. Σαν να το είχα ξαναδεί αυτό το στεφάνι. Και τότε, θυμήθηκα. Υπήρχε ένα στεφάνι ανάμεσα στ'άλλα, ένα στεφάνι με άσπρα τριαντάφυλλα και σιελ κορδέλα που έγραφε, Στη Βίργκο, τίποτε άλλο. Ή μήπως ήταν παραίσθηση; Έπρεπε να βεβαιωθώ, σκέφτηκα.
Σηκώθηκα, φόρεσα τα παπούτσια μου και βγήκα από το σπίτι.
"Πού πηγαίνεις;" Φώναξε η μαμά μου.
"Έχω μια δουλειά, δε θ'αργήσω."
Κίνησα για το νεκροταφείο με την πεποίθηση ότι θα εύρισκα την απάντηση στο όνειρο. Και είχα δίκιο. Ήταν εκεί, όρθιος μπροστά στον τάφο. Πλησίασα σιγά και έβαλα το χέρι μου στον ώμο του. Γύρισε, τα μάτια του ήταν κόκκινα από το κλάμα.
"Δεν σας ξέρω.." του είπα. "Εγώ είμαι η Βίργκο, η εγγονή της.."
"Ναι, ξέρω", με διέκοψε.
"Πρώτη φορά ακούω να λένε τη γιαγιά μου Βίργκο…" ψιθύρισα κι έδειξα το στεφάνι.
Με πήρε από το χέρι και καθήσαμε σ'ένα παγκάκι, στην είσοδο του νεκροταφείου.
"Τη γνώρισα παραμονές του πολέμου του '40, σ'ένα χορό. Είχαν ήδη κηρύξει επιστράτευση και την επόμενη μέρα έφευγα για το μέτωπο. Εκείνο το βράδυ είχαμε ανοιχτό χορό στην πλατεία, μπροστά στο Δημαρχείο. Εγώ πήγα με κάτι φίλους, αυτοί οι χοροί ήταν η μοναδική ευκαιρία να συναντηθούμε και να χορέψουμε με τις κοπέλες της πόλης μας.
Και εκεί λοιπόν που πίναμε και αστειευόμασταν, την είδα. Μ' ένα γαλάζιο φόρεμα, με τα ξανθά της μαλλιά ριγμένα στους ώμους, αδύνατη σαν μίσχος, μια αέρινη οπτασία που παρακαλούσα να μην εξαφανιστεί καθώς την κοίταζα με θαυμασμό και λαχτάρα. Και τα μάτια της δυό ταραγμένες θάλασσες που με καλούσαν και με προκαλούσαν. Σαν αυτόματο την πλησίασα και της ζήτησα να χορέψουμε. Δέχτηκε κι εκείνη η στιγμή ήταν η πιο ευτυχισμένη της ζωής μου. Χορέψαμε όλο το βράδυ. Χωρίς να μπορεί ο ένας να ξεκολλήσει από τον άλλο. Πριν χωρίσουμε, υποσχεθήκαμε πίστη αιώνια. Της ορκίστηκα ότι θα της γράφω κάθε μέρα από το μέτωπο κι αυτή ότι θα με περιμένει να γυρίσω με ανυπομονησία. Ήμουν ερωτευμένος, τρελλά ερωτευμένος, κι εκείνη τη στιγμή πίστεψα ότι ήταν κι αυτή. Της έγραφα καθημερινά, όπως είχα υποσχεθεί. Καμμιά φορά και δυο φορές τη μέρα. Μετά, είχα ένα ατύχημα, ένας όλμος που έπεσε δίπλα μου, μου πλήγωσε το πόδι. Έμεινα 4 μήνες στην Αθήνα, σ΄ένα νοσοκομείο. Της έγραφα κι από κει και τη σκεφτόμουν κάθε λεπό, κάθε στιγμή και περίμενα με αγωνία την ημέρα της επιστροφής μου. Τα νέα τα έμαθα πριν καλά καλά πατήσω το πόδι μου στην πόλη. Η Βίργκο είχε παντρευτεί με τον συνεταίρο του πατέρα της, έναν νεαρό δικηγόρο.
Λένε, οι άντρες δεν κλαίνε. Εγώ λοιπόν, είμαι η εξαίρεση αυτού του κανόνα. Έκλαψα τόσο πολύ και τότε και στην υπόλοιπη ζωή μου που αναρωτιέμαι που βρήκα τη δύναμη να συνεχίσω να ζω."
Γύρισε και με κοίταξε και τα μάτια του φανέρωναν την οδύνη του. Του έσφιξα το χέρι κι αυτός σκέπασε το δικό μου με το άλλο του χέρι.
"Μια μέρα τη συνάντησα στο δρόμο, δεκαπέντε χρόνια αργότερα. Σταμάτησε και με κοίταζε. Και μέσα στο βλέμμα της είδα κάτι σαν θυμό.
"Βίργκο", είπα.
"Μη, μην πλησιάζεις", είπε. "Με πρόδωσες, σε περίμενα, περίμενα τα γράμματά σου, μου ορκίστηκες ότι θα μου γράφεις αλλά εσύ με ξέχασες…"
"Βίργκο, σου έγραφα κάθε μέρα, σου έγραψα εκατοντάδες γράμματα και παρόλο που δεν έπαιρνα απάντηση συνέχιζα να σου γράφω."
Με κοίταξε με απορία κι εγώ έπεσα στα γόνατά της κλαίγοντας πάλι. Έφυγε τρέχοντας. Αργότερα έμαθα ότι οι γονείς της είχαν κρύψει τα γράμματά μου γιατί δεν ήθελαν η κόρη τους να παντρευτεί έναν φτωχό φοιτητή. Έτσι γινόταν τότε… δεν τους κατακρίνω."
"Κι όλα αυτά τα χρόνια. .. την αγαπούσατε με το ίδιο πάθος; Όπως τότε;"
"Όπως την πρώτη στιγμή που την αντίκρυσα. Ο έρωτας, παιδί μου, είναι σαν τον αέρα, δεν ξέρεις από πού έρχεται ούτε πόσο θα κρατήσει.. Σε μένα ήρθε ξαφνικά, εκείνο το βράδυ και κράτησε μια ολόκληρη ζωή..."
Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήμουν δογματική. Δεν πίστευα στον κεραυνοβόλο έρωτα, ούτε στον έρωτα που κρατά μια ολόκληρη ζωή. Η ιστορία της γιαγιάς Βίργκος και του άγνωστου άνδρα έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στις προκαταλήψεις μου. Πιστεύω ακόμη ότι οι άρρωστες σχέσεις πρέπει να λήγουν, δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Στέκομαι, όμως, πλέον με σκεπτικισμό απέναντι στις εύκολες λύσεις και ψάχνω στεγανά που να επουλώνουν και να επιδιορθώνουν. Η γιαγιά Βίργκο τα βρήκε αυτά τα στεγανά κι έζησε έναν ευτυχισμένο γάμο κι έναν μεγάλο, κρυφό έρωτα και μου έδωσε κι εμένα ένα δυνατό μήνυμα αισιοδοξίας που ελπίζω να με βοηθήσει στη ζωή μου.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου